μουζικάντης

μουζικάντης
και μουσικάντης, ο
1. (συν. υποτιμητικά) μουσικός
2. ασήμαντος οργανοπαίκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. musicante, μτχ. τού musicare «μελοποιώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μουζικάντης — ο (λ. ιταλ.), ασήμαντος μουσικός, οργανοπαίχτης: Στο πανηγύρι μαζεύτηκαν όλοι οι μουζικάντηδες της περιοχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουσικάντης — ο ο μουζικάντης (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”